- ύπαιθα
- Α1. επίρρ. από κάτω και πλαγίως (α. «ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ.β. «ποταμὸς... ὕπαιθα ῥέων», Ομ. Ιλ.)2. πρόθ. κάτω από κάποιον ή παραπλεύρως («αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐποίπνυον [αἱ ἀμφίπολοι]», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαί, ποιητ. τ. τού ὑπό + επιρρμ. κατάλ. -θα (πρβλ. ἔνθα, ὄπισθα)].
Dictionary of Greek. 2013.